- ανάπτω
- (Α ἀνάπτω) (Ν και ανάβω και ανάφτω και ανάβγω)για νεοελλ. σημασία βλ. ανάβωαρχ.1. αναρτώ, κρεμώ2. προσφέρω ως ανάθημα σε ναό, αναθέτω, αφιερώνω3. δένω, προσδένω, συνδέω4. αποδίδω, αναφέρω κάτι σε κάποιον, προσάπτω5. βάζω φωτιά, ανάβω, πυροδοτώ6. (αμτβ.) ανάβω, παίρνω φωτιά.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάπτω < αν(α)-* + άπτω. Ο τ. ανάβω, μεταπλασμένος τ. ενεστώτα < άναψα, νεώτ. αόριστος του ανάπτω (πρβλ. έθλιψα-θλίβω, έτριψα-τρίβω κ.ά.).ΠΑΡ. άναμμα, αναπτόςαρχ.ανάπτης, άναψιςνεοελλ.αναπτήρας.ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναβοσβήνω, μισοανάβω].
Dictionary of Greek. 2013.